Πασχαλινές Προσκοπικές Αναμνήσεις

Αρθρογραφος: Ιστορικό Αρχείο
Ημ/νια Έκδοσης: 24/04/2019
Κατηγορίες: Προσκοπική Ιστορία


H Ομάδα μας, από τους πρώτους Χαιρετισμούς είχε αρχίσει να προσφέρει υπηρεσίες στον Ναό του Αγίου Λουκά που πολλοί τον ονομάζουν Μητρόπολη των Πατησίων. Τότε τα σχολεία έκαναν μόνο πρωί μαθήματα και τ’ απογεύματα είμαστε ελεύθεροι οι μαθητές. Έπειτα δεν υπήρχαν και φροντιστήρια, στην έκταση που υπάρχουν σήμερα…

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην Ομάδα που κάθε Παρασκευή έφθανε στον Άγιο Λουκά για να παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου και να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στο προσκύνημα.

Τότε, στον Άγιο Λουκά ήταν διάκονος ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ που αγαπούσε του Προσκόπους. Θυμάμαι μάλιστα κάποια χρόνια που δεν εμφανίστηκε η Ομάδα την πρώτη Παρασκευή ο Σεραφείμ, με την έγκριση του παπά – Γιάννη του Σακά, πρωτοπρεσβύτερου τότε, έστειλε την νεωκόρο κυρά Κλειώ να βρει τον αείμνηστο Αντώνη Φάκαρο, να τον παρακαλέσει να παρασταθούμε στους Δεύτερους Χαιρετισμούς και στις επόμενες τελετές.

Έτσι, λοιπόν, κι εκείνο το Πάσχα η Ομάδα ήταν… επιστρατευμένη στον Ναό. Μετά τον Ακάθιστο Ύμνο, κάναμε ένα εβδομαδιαίο διάλειμμα με την «κουφή» εβδομάδα και μετά αρχίζαμε με την Κυριακή των Βαΐων την προσφορά μας στον Άγιο Λουκά.

Παρατασσόμεθα κατ’ αντιζυγία στον κεντρικό διάδρομο του ναού, ενώ παράλληλα φροντίζαμε να διατηρούμε διαδρόμους προς τα προσκυνητάρια που υπήρχαν μεγάλα κηροπήγια. Έτσι οι πιστοί μπορούσαν άνετα να ανάβουν το κερί τους και να προσκυνούν χωρίς να δημιουργείται συνωστισμός.

Έπειτα μια τιμητική φρουρά δεξιά κι αριστερά από την εικόνα της Θεομήτορος μπροστά από την Ωραία Πύλη, στο ειδικό αναλόγιο, τηρούσε την τάξη και την σειρά προτεραιότητας στο προσκύνημα.

Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν και την Μεγάλη Εβδομάδα, που οι ακολουθίες ήταν περισσότερες. Ευτυχώς τότε σταματούσαν τα μαθήματα και όλη μας η διαθέσιμη ώρα καταναλώνονταν στον Προσκοπισμό. 

Βλέπετε εκείνες τις ημέρες εκτός από την Θεία Λειτουργία ή τις άλλες ακολουθίες, άρχιζε κι η καθαρά προσκοπική προετοιμασία για την πασχαλινή κατασκήνωση.

Κατ’ έθιμον η Τρίτη μας έκανε το Πάσχα εκδρομή 3-5 ημέρες κάπου γύρω από την Αθήνα. Έτσι, μόλις διακόπτονταν τα μαθήματα κάθε ενωμοτία ετοίμαζε το κατασκηνωτικό της υλικό. Έβγαιναν από την αποθήκη οι σκηνές. Ξετυλίγονταν, επιθεωρούνταν, γινόντουσαν οι επιδιορθώσεις και τοποθετούνταν πάλι έτοιμες. Ο αποθηκάριος έβγαζε και τα καζάνια. 

Μερικά τα έστελνε για γάνωμα, ενώ άλλα ήθελαν απλά καθάρισμα. Λάμπες καθαρίζονταν και γίνονταν προμήθεια φωτιστικού πετρελαίου, κιβώτια βάφονταν με καινούργιο χρώμα που μας πωλούσε με έκπτωση ένα κατάστημα χρωμάτων που δούλευε εκεί ο πατέρας ενός προσκόπου μας. 

Και την Μεγάλη Τρίτη, όταν γνωρίζαμε ακριβώς τον αριθμό των κατασκηνωτών, κάναμε ένα περίπατο στην αγορά κι αγοράζαμε τα αναγκαία τρόφιμα. Ρύζια, λάδια, βούτυρο, μαρμελάδα, μακαρόνια και τα υπόλοιπα αναγκαία.Τα φορτώναμε στο «κάρο» της Ομάδας και γυρίζαμε μεγαλοπρεπώς στη λέσχη για να τα τακτοποιήσουμε…

Εκείνη τη χρονιά έπεφτε νωρίς το Πάσχα!

Γι’ αυτό κι ο αρχηγός με τη βοήθεια του Ιδρυτή μας Μάρκου Μίνδλερ, φρόντισε και βρήκε τόπο κατασκήνωσης κάπου κοντά στο Καλαμάκι του Φαλήρου. Κάποιος πλούσιος φιλοπρόσκοπος διέθεσε την έπαυλή του για την εβδομάδα του Πάσχα.

- Θα κάνουμε κατασκήνωση στο δάσος του κτήματος, μας ειδοποίησε ο αρχηγός. Αλλά σε περίπτωση που ο καιρός θα χαλάσει θα καταφύγουμε στην έπαυλη που έχει και τζάκι.

Πάντως, ας μη παραξενευτεί ο σημερινός αναγνώστης που γνωρίζει το Καλαμάκι πυκνοκατοικημένη περιοχή με πολυκατοικίες και ασφαλτόδρομους. Την εποχή που διηγούμαι – μεταξύ 1933-1938 – το Καλαμάκι, η Βούλα και λίγο πιο έξω από τους Αμπελοκήπους ήταν εξοχές με πλούσιο πράσινο και χωρίς καυσαέρια.

Ξαναγυρίζω όμως στην Εκκλησία! Οι υπηρεσίες της Ομάδας τελείωναν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. 

Εκείνη την χρονιά, 31 Μαρτίου, η Ομάδα πήρε για τον Επιτάφιο και τα Λυκόπουλα. Ακέλας ήταν ο Αρίσταρχος Σβολάκης. Ο Ακέλας έφερε τα λυκοπουλάκια λίγο πιο νωρίς στην Εκκλησία για να προσκυνήσουν.

Οι πρόσκοποι μετά την αποκαθήλωση είχαμε οριστεί κατ’ ενωμοτίες «φρουρά» στο κουβούκλιο με το ιερό σκήνωμα του Θεανθρώπου.

Στεκόμαστε τέσσερις – τέσσερις με το κοντάρι υπό μάλης στις τέσσερις γωνίες κάθ’ ένας, κι άλλοι δύο φρόντιζαν να προσκυνούν οι πιστοί ήσυχα και γρήγορα, χωρίς να καταστρέφουν τον λουλουδένιο διάκοσμο του Επιταφίου, που πολύ νωρίς το πρωί είχαν στολίσει οι κοπέλες της περιοχής. Εκείνη την ώρα έφθασαν και τα λυκάκια της 3ης Αγέλης. Ο Ακέλας κι οι βαθμοφόροι φρόντισαν να μπουν συντεταγμένα. Στάθηκαν λίγα μετά πριν από το κουβούκλιο κι άρχισαν να προσκυνούν τον Επιτάφιο.

Όλα πήγαιναν καλά ως την ώρα που ο πιο μικρός από την Αγέλη, ο Τσικνιαδόπουλος που τον λέγαμε «ρίκι-τίκι-τάβι» τρύπωσε κάτω από τον Επιτάφιο. Έγινε σούσουρο κι ο Μάκης που ήταν εκείνη την στιγμή επί της τάξεως έσκυψε να βγάλει τον μικρό από κάτω, μα εκείνος επέμενε να περάσει σταυρωτά γιατί όπως διαμαρτύρονταν:

- Έτσι μου είπε να κάνω η μητέρα μου…

Ευτυχώς δεν έγινε άλλο επεισόδιο, εκτός από το κοντάρι του Μαυροκέφαλου, που ξέφυγε από τα χέρια του κι έπεσε με φοβερό θόρυβο.

Πέρασε γρήγορα η ώρα και το βράδυ στην περιφορά παρατάχθηκαν τα λυκόπουλα κατά εξάδες εμπρός από τα εξαπτέρυγα και τον Σταυρό ενώ οι πρόσκοποι με τα κοντάρια υπό μάλης στοιχήθηκαν δεξιά κι αριστερά με μια διμοιρία στρατού και κοπέλες ντυμένες με χλαμύδες που κρατούσαν καλαθάκια με άνθη και έραιναν τον επιτάφιο…

Το Μεγάλο Σάββατο, εκείνο τον χρόνο έπεφτε πρώτη Απριλίου.

Αυτό σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί ο Ριρής το πειραχτήρι. Φόρεσε πρωί πρωί την στολή του κι έτρεξε σε δύο – τρεις προσκόπους διαφόρων ενωμοτιών. Βρήκε τους περισσότερους να ετοιμάζουν τα εφόδια για την κατασκήνωση.

- Έρχομαι απ’ τον Υπαρχηγό, τους είπε.

 Όλοι φοβήθηκαν μήπως κάποιο έκτακτο συμβάν ανέβαλε την κατασκήνωση

- Όχι, του καθησύχασε ο Ριρής, η κατασκήνωση θα γίνει…

- Τότε, τι συμβαίνει; Τον διέκοπταν

- Ο αρχηγός ειδοποίησε τον υπαρχηγό ότι απόψε στην Ανάσταση στον Άγιο Λουκά, θα παραστεί ο Υπουργός…και πρέπει να αποδώσουμε τιμές.

- Και πότε θα πάμε;

- Ο υπαρχηγός είπε συγκέντρωση στις 6 στην λέσχη για να επιθεωρήσει τις στολές μας. 

Κι έπειτα πέταξε και την συνέχεια:

- Φροντίστε να ειδοποιήσετε τις ενωμοτίες σας για να μη χάσετε βαθμούς στην άμιλλα.

Όπως καταλαβαίνετε, η πληροφορία του Ριρή έκανε αστραπιαία τον γύρο της ομάδας. Οι ενωμοτίες ειδοποιήθηκαν πολύ γρήγορα. Κι επειδή ενωμοτάρχης ήταν κι ένα από τα αδέλφια του υπαρχηγεύοντος Καπερώνη, το πληροφορήθηκε και ο υπαρχηγεύων που έσπευσε να συνεννοηθεί με τον υπαρχηγό.

Τότε φυσικά δεν υπήρχαν τηλέφωνα.

Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε στον Άγιο Παύλο στην οδό Ερυθρών που έμενε ο Λαγαριάς για να συνεννοηθούν σχετικά με τον… Υπουργό.

- Θα βρισκόμαστε στις 6 στη λέσχη, για την επιθεώρηση που ειδοποίησε ο αρχηγός είπε ο Καπερώνης χωρίς περιστροφές…. Ο Λαγαριάς, φαντάστηκε ότι ο Καπερώνης μετέφερε μια εντολή του Φάκαρου δεν επέμεινε. Αντίθετα πλειοδότησε:

- Πρέπει να είμαστε στην ώρα μας, για να προφτάσουμε να ετοιμαστούμε του απάντησε…

Ο υπαρχηγός Λαγαρίας απασχολημένος με πολλές δουλειές – με την προοπτική και της κατασκήνωσης – δεν ασχολήθηκε άλλο με το θέμα.

Όταν όμως το απόγευμα συναντήθηκε στην στάση με τον Καπερώνη, εκείνος του μίλησε και για τον Υπουργό. Εξεπλάγη ο Λαγαριάς και σκέφτηκε πώς δε τον ειδοποίησε ο πάντα τυπικός Φάκαρος…

- Ίσως για να ετοιμαστούν τα παιδιά αν έχουν καμιά ατέλεια στην στολή, δικαιολόγησε ο Καπερώνης την συγκέντρωση. Ίσως να χρειάζεται να μάθουν και τίποτ’ άλλο.

Το τραμ έφθασε σε κάποια στιγμή στη στάση της λέσχης και οι δύο τριτομαδίτες βαθμοφόροι κατέβηκαν και έφθασαν στο Γυμνάσιο. Τα παιδιά υποδέχτηκαν με κραυγή στο προαύλιο του Όγδοου τους υπαρχηγούς.

Συντάχτηκαν, έκαναν λίγο βηματισμό κι έπειτα ο Λαγαριάς ζήτησε να κατέβουν στην λέσχη να  καθίσουν γύρω από το μεγάλο τραπέζι.

Πήγε η ώρα 7 κι ο αρχηγός δεν φάνηκε. Ο υπαρχηγός άρχισε να ανησυχεί… Φώναξαν τον ενωμοτάρχη Παπαοικονόμου και τον έστειλαν να μάθει την ώρα που πρέπει να πάνε οι πρόσκοποι για να τιμήσουν τον Υπουργό…

Στην Εκκλησία δεν βρίσκονταν κανένας παπάς εκείνη την ώρα εκεί. Πήγε λοιπόν ο ενωμοτάρχης στην νεωκόρισσα κυρά – Κλειώ.

- Τι ώρα θα έρθει ο Υπουργός; την ρώτησε και χωρίς να περιμένει απόκριση συμπλήρωσε το ερώτημα ζητώντας να μάθει την ώρα που θα έπρεπε να βρίσκονταν εκεί οι πρόσκοποι…

Σαστισμένη η γυναίκα τον κοίταξε:

- Τι μου λες παιδί μου;

- Για τον Υπουργό;

- Ποιον Υπουργό ξαναρώτησε, και πριν απαντήσει ο πρόσκοπος το απλοϊκό γυναικείο μυαλό της έκανε τον συνδυασμό:

- Και του χρόνου! Πρωταπριλιά σήμερα σε γέλασαν. Αλλά για καλό και για κακό ρώτα και τον παπα-Γιάννη…

Ο ενωμοτάρχης γρήγορα πήρε και από εκεί την ψυχρολουσία. Ούτε υπουργός θα παρευρίσκονταν ούτε οι πρόσκοποι είχαν προσκληθεί την Ανάσταση…

Η φάρσα του Ριρή σταματάει εδώ. Ο ίδιος δεν φαντάστηκε ότι έφτανε ένα αθώο αστείο προς δύο άτομα να πάρει τόση έκταση. Μετά από αυτό βρήκε το μπελά του στην πασχαλινή εκδρομή που ακολούθησε, αφού έκανε σκοπιές τις πιο περίεργες ώρες...


*Κείμενο και σκίτσο του Μηνά Λαμπρινίδη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ο Πρόσκοπος" (4/1980)