Κορνήλιος Σαραντίογλου: Κατακτώντας τα Ιμαλάια

Αρθρογραφος: Ομάδα Σύνταξης
Ημ/νια Έκδοσης: 29/11/2019
Κατηγορίες: Συνεντεύξεις


Ο Έλληνας ορειβάτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής επιστρέφει από τις κορυφές των Ιμαλαΐων για να παρουσιάσει το πρώτο του ντοκιμαντέρ

Αναδημοσίευση συνέντευξης από την Athens Voice, Μάνος Νομικός

«Δεν ήταν το βουνό ο λόγος που βρεθήκανε εκεί πάνω, ήταν η αγάπη και το πάθος τους για ζωή. 19 σχοινοσύντροφοι, 22 ημέρες, περπάτησαν συνολικά 280 χιλιόμετρα, με 20.000 μέτρα συνολικής υψομετρικής διαφοράς και αυτό ήταν μόνο η αρχή». Με αυτά τα λόγια προλογίζεται το ντοκιμαντέρ «IP19 - The Way Up» του Κορνήλιου Σαραντίογλου, που θα κάνει πρεμιέρα στο φετινό Flow Film & Eco Festival (30 Νοεμβρίου στην Αθήνα και 7 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη).



Στο ντοκιμαντέρ μικρής διάρκειας (Vertigo Production / The North Face), ο Έλληνας ορειβάτης και επαγγελματίας της εικόνας αποτυπώνει κινηματογραφικά την προσπάθεια και περιπέτεια 19 ελλήνων ορειβατών για την κατάκτηση της κορυφής Island Peak των Ιμαλαΐων σε υψόμετρο 6.189 μέτρων, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε. Αναλογιστείτε την προσπάθεια του Κορνήλιου Σαραντίογλου, με έξτρα βάρος στους ώμους, να περπατάει σε τέτοιο υψόμετρο και την ίδια στιγμή να κινηματογραφεί και να τραβάει φωτογραφίες. Το λες και επίτευγμα. Ο ίδιος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε action-adventure και πιο corporate δουλειές, παράλληλα με πολλές συνεργασίες με μεγάλα περιοδικά και πελάτες.



«Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε πριν δύο χρόνια από ένα παρεάκι – εγώ κι άλλος ένας, ο δύο γίναμε τρεις και είδαμε ότι δεν βγαίνει με τρία άτομα. Είπαμε να το πούμε στους γνωστούς μας, να δούμε αν θα καταφέρουμε να βρούμε κόσμο. Τελικά είδαμε ότι υπάρχουν κι άλλοι τρελοί που θέλουν να παρατήσουν τη ζωή τους για είκοσι δύο μέρες. Μαζευτήκαμε δέκα εννιά άτομα, λοιπόν. Εντωμεταξύ, αυτά τα δύο χρόνια οργανωθήκαμε, κάναμε συνέχεια προπονήσεις, πήγαμε στον Όλυμπο, στην ψηλότερη κορυφή της Ιταλίας Gran Paradiso και τελικά τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε πήγαμε και για τα πιο ψηλά» μας λέει για το πώς γεννήθηκε η ιδέα για την κατάκτηση της Island Peak και πώς τα δύο άτομα έγιναν τελικά δέκα εννιά.



Και συνεχίζει την αφήγησή του: «Ήμασταν δέκα εννιά άτομα, όλοι Έλληνες. Είχαμε δύο ντόπιους οδηγούς. Ο κάθε ένας από εμάς το αντιμετώπισε διαφορετικά, για κάποιους ήταν πολύ δύσκολο, για άλλους λιγότερο, για άλλους καθόλου. Αν τους ρωτήσεις ο κάθε ένας ίσως σου δώσει διαφορετική απάντηση, από τη δική του σκοπιά και τις εμπειρίες που αποκόμισε. Υπήρχαν μέλη από την ομάδα που έφυγαν από τις πρώτες μέρες, δεν άντεξαν το υψόμετρο. Και καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής χάναμε κόσμο. Κατέβαιναν πιο χαμηλά γιατί δεν άντεχε ο οργανισμός την έλλειψη οξυγόνου. Από τα δέκα εννιά άτομα, φτάσαμε στο βουνό οι δεκαέξι και στην κορυφή οι επτά. Προφανώς και κάθε φορά που χάναμε και κάποιον ήταν ένα χτύπημα στην ψυχολογία. Ειδικά όταν έβλεπες κάποιον που ήταν από τους δυνατούς της ομάδας και έλεγε “παιδιά, τέλος, γυρνάω πίσω”, δηλαδή κατεβαίνω σε πιο χαμηλά υψόμετρα για να οξυγονωθεί ο οργανισμός μου. Αν φεύγουν οι δυνατοί, υπάρχει πρόβλημα».



Τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιους να ασχοληθούν με την ορειβασία και να φτάσουν στα όριά τους; «Πάρα πολύς κόσμος λέει “τι είναι αυτό το χόμπι; Πού πας εκεί; Τόση ταλαιπωρία... Το διασκεδάζετε που πήγατε και φάγατε χιονοθύελλα;”. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που ανεβαίνουμε σε ένα βουνό και δεν μας ζορίσει τόσο, έχει λιακάδα και είναι σαν μια ωραία εκδρομή, δεν το ευχαριστιόμαστε τόσο πολύ. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Ήμασταν στον Όλυμπο, είχαμε ξεκινήσει από την Αθήνα στις 4 τα ξημερώματα, φτάσαμε στο Λιτόχωρο στις 8 το πρωί και περπατήσαμε μέχρι τις 2 τα επόμενα ξημερώματα. Κοντεύαμε να κλείσουμε 22 ώρες. Μας έπιασε χιονοθύελλα μέσα στη νύχτα. Στο σημείο αυτό, που φυσάει διαολεμένα, που κάνει κρύο, ενώ είστε ολόκληρη ομάδα αρχίζεις και κλείνεσαι στον εαυτό σου. Προσπαθείς να συγκεντρωθείς, να είσαι εκεί γιατί πρέπει να φτάσεις κάπου, δεν γίνεται αλλιώς, θα πεθάνεις, πρέπει να φτάσεις κάπου να κοιμηθείς. Τότε ίσως είναι η καλύτερη στιγμή. Με όλους τους φίλους σχοινο-συντρόφους που το έχουμε συζητήσει, σχεδόν όλοι συμφωνούμε ότι εκείνη την ώρα μπορεί να είσαι μαζί με 10 άτομα αλλά είσαι τελείως μόνος. Εκμυστηρεύεσαι στον εαυτό σου όλα αυτά που μπορεί ποτέ να μην είχες συζητήσει μαζί του. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς με όλη αυτή τη δυσκολία, με όλο το ζόρι που τραβάς, ότι μπορεί να γίνει κάτι εκεί πάνω και να σκοτωθείς, πως ο λογαριασμός που έχεις στο σπίτι, που σε προβλημάτιζε να τον πληρώσεις και σε άγχωνε, δεν έχει νόημα να αγχώνεσαι και να στεναχωριέσαι για αυτό. Όταν επιστρέψεις, νιώθεις ξαλαφρωμένος, πως τελικά όλα αυτά που σε προβληματίζουν είναι πολύ λίγα και μικρά».



Ο Κορνήλιος μοιράζεται μια προσωπική ιστορία, από εκεί ψηλά: «Τώρα στα Ιμαλάια, στην κορυφή που φτάσαμε τα επτά άτομα, έφτασα προτελευταίος. Έπρεπε και να κινηματογραφήσω, είχα και ένα μικρό θέμα υγείας που με ταλαιπώρησε. Τότε έριξα τον μεγαλύτερο καβγά με τον εαυτό μου, στα τελευταία 200 μέτρα προς την κορυφή που ήταν και τα πιο δύσκολα. Ήταν πραγματικά σαν τα καρτούν, ένα διαβολάκι και ένα αγγελάκι στους ώμους μου, με το ένα να λέει “άσ’ το, ρε φίλε, δεν υπάρχει λόγος, έχεις φτάσει ως εδώ, είσαι 100 μέτρα από την κορυφή, δεν θα το μάθει κανένας, πες ότι έφτασες”. Και από την άλλη “όχι, θα το κάνεις, θα ανέβεις”. Και ξανά “άσ’ το, ρε φίλε, μην ταλαιπωρείσαι”».



Και μετά; «Όταν κατέβηκα από το βουνό, ένιωσα τόσο κενός από ενέργεια και ψυχολογία. Έκαψα τα κύτταρά μου. Ένιωσα ότι είχα αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μου πάνω – ίσως το κομμάτι του εαυτού μου που θα εγκατέλειπε. Που δεν θα εγκατέλειπε μόνο στο βουνό, αλλά και σε πράγματα εδώ. Τελικά, το βουνό είναι πολλά περισσότερα από ταλαιπωρία, στόχοι κ.λπ. Σου μαθαίνει πράγματα για τον εαυτό σου, και αυτό που ανακαλύπτεις και ίσως είναι το σημαντικότερο είναι ότι δεν υπάρχουν όρια. Τέλος! Δεν υπάρχουν άλλα όρια για να ξεπεράσεις. Συνειδητοποιείς πως αν θέλεις κάτι πραγματικά, το κάνεις. Και τέλος πάντων, το βουνό είναι ένα σχολείο. Ανακαλύπτεις πράγματα και γυρνάς πίσω λίγο διαφορετικός. Στο πώς σκέφτεσαι, στο πώς συμπεριφέρεσαι, τι θεωρείς σημαντικό και τι όχι. Οπότε, ναι, το βουνό είναι κάτι παραπάνω από ταλαιπωρία».



Δεν ήταν μόνο η προσπάθεια για την κατάκτηση της κορυφής. Η καθημερινή επαφή της ομάδας και οι στιγμές με τους κατοίκους του Κατμαντού και τους ντόπιους οδηγούς ήταν από μόνα τους μέρος της ταξιδιωτικής εμπειρίας και μάθημα ζωής: «Μου έκανε εντύπωση πως ενώ το Νεπάλ είναι τόσο φτωχή χώρα, στην πρωτεύουσα, το Κατμαντού, έχει πολύ χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας. Είναι πολύ ανοιχτόκαρδοι και φιλόξενοι άνθρωποι και πάρα πολύ χαμογελαστοί. Αυτό που με ενθουσίασε και μου έκανε εντύπωση στα Ιμαλάια, είναι πως οι άνθρωποι ζούσαν σε σπιτάκια από πέτρα, λάσπη και ελενίτ και ήταν τόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Αυτό ήταν ένα μάθημα ζωής. Εδώ λες “θέλω καλύτερο κινητό, θέλω καλύτερο αυτοκίνητο, θέλω καλύτερο αυτό και εκείνο” και χαλιέσαι όταν δεν τα έχεις. Και εκεί είναι τόσο χαρούμενοι χωρίς τίποτα και λες, τελικά ποιος έχει βρει το νόημα της ζωής και ποιος το έχει χάσει; Ήταν πολλά και απανωτά τα χαστούκια».